φλόγα

φλόγα
Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία πυρακτωμένων στερεών σωματιδίων, άνθρακα κατά κανόνα, τα οποία αποχωρίζονται κατά την καύση. Ιδιαίτερα φωτεινές φ. παράγονται από την καύση του μαγνησίου και της ασετιλίνης. Οι φ. του υδρογόνου και του οξειδίου του άνθρακα δίνουν φως μικρής έντασης. Η θερμοκρασία μιας φ. εξαρτάται από τη φύση των ουσιών που την παράγουν: π.χ. κατά την καύση του υδρογόνου στο οξυγόνο και κατά την καύση της αιθυλικής αλκοόλης στον αέρα παράγονται αντίστοιχα θερμοκρασίες 2.500°C και 1.700°C περίπου. Από την παρατήρηση της φ. π.χ. ενός κεριού διακρίνονται τρεις ζώνες διαφορετικής θερμοκρασίας και φωτεινότητας: μια κεντρική ψυχρή ζώνη, στην οποία πρακτικά δεν έχουμε καύση, μια εξωτερική θερμογόνος ζώνη στην οποία η καύση είναι πλήρης (δεν διαχωρίζονται δηλαδή τα στερεά σωματίδια και δεν έχουμε φωτεινότητα) και μια ενδιάμεση φωτεινή ζώνη, όπου διαχωρίζονται τα πυρακτωμένα σωματίδια του άνθρακα. Οι ιδιότητες της φ. που παράγεται από την καύση αερίων μεταβάλλονται με τη ρύθμιση της ποσότητας του οξυγόνου ή του αέρα, όπως στους λύχνους Μπούνσεν και στους σωλήνες συγκόλλησης ασετιλίνης. Τύποι φλόγας, που πετυχαίνουμε στη λυχνία Μπούνσεν με σταθερή ροή αεριώδους καύσιμου (προπανίου) και ροή αέρα που μεταβάλλεται: αριστερά, με την πρόσμειξη περισσότερου αέρα, τα σωματίδια του άνθρακα οξειδώνονται τελείως. Στη μέση, με μερική πρόσμειξη αέρα, η φλόγα διασπάται σε τρεις ζώνες διαφορετικής οξείδωσης και επομένως διαφορετικής φωτεινότητας και θερμοκρασίας. Δεξιά, χωρίς πρόσμειξη αέρα, η φλόγα είναι πολύ φωτεινή, εξαιτίας της παρουσίας πυρακτωμένων σωματιδίων άνθρακα. Στην τελευταία περίπτωση, ο αέρας που απαιτείται για την καύση προέρχεται από το περιβάλλον. Τύποι φλόγας, που πετυχαίνουμε στη λυχνία Μπούνσεν με σταθερή ροή αεριώδους καύσιμου (προπανίου) και ροή αέρα που μεταβάλλεται: αριστερά, με την πρόσμειξη περισσότερου αέρα, τα σωματίδια του άνθρακα οξειδώνονται τελείως. Στη μέση, με μερική πρόσμειξη αέρα, η φλόγα διασπάται σε τρεις ζώνες διαφορετικής οξείδωσης και επομένως διαφορετικής φωτεινότητας και θερμοκρασίας. Δεξιά, χωρίς πρόσμειξη αέρα, η φλόγα είναι πολύ φωτεινή, εξαιτίας της παρουσίας πυρακτωμένων σωματιδίων άνθρακα. Στην τελευταία περίπτωση, ο αέρας που απαιτείται για την καύση προέρχεται από το περιβάλλον. Τύποι φλόγας, που πετυχαίνουμε στη λυχνία Μπούνσεν με σταθερή ροή αεριώδους καύσιμου (προπανίου) και ροή αέρα που μεταβάλλεται: αριστερά, με την πρόσμειξη περισσότερου αέρα, τα σωματίδια του άνθρακα οξειδώνονται τελείως. Στη μέση, με μερική πρόσμειξη αέρα, η φλόγα διασπάται σε τρεις ζώνες διαφορετικής οξείδωσης και επομένως διαφορετικής φωτεινότητας και θερμοκρασίας. Δεξιά, χωρίς πρόσμειξη αέρα, η φλόγα είναι πολύ φωτεινή, εξαιτίας της παρουσίας πυρακτωμένων σωματιδίων άνθρακα. Στην τελευταία περίπτωση, ο αέρας που απαιτείται για την καύση προέρχεται από το περιβάλλον.
* * *
η / φλόξ, φλογός, ΝΜΑ, και ως επιστημον. όρος φλοξ Ν
1. αεριώδης γλώσσα φωτιάς που παράγει φως και θερμότητα
2. μτφ. ζέση, ζωηρό πάθος, έξαψη (α. «η φλόγα τής αγάπης» β. «κρύβει μέσα του τόση φλόγα που είμαι σίγουρος ότι θα πραγματοποιήσει τα όνειρά του» γ. «ἠνύσατ' ἐκτοπίαν φλόγα πήματος», Σοφ.)
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. μάζα αερίου, συνήθως μίγματος καυσίμου και αέρα, που αντιδρά, δηλαδή καίγεται, με πολύ μεγάλη ταχύτητα αποδίδοντας θεμότητα και, συνήθως, φωτεινή ακτινοβολία
2. (και στους δύο τ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πολεμονίδες τής τάξης πολεμονιώδη, με 65 είδη, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά
3. συνεκδ. ερυθρότητα, κοκκινάδα
4. (κατ' επέκτ.) το φως τού κεριού («σβήσε τη φλόγα»)
5. φρ. α) «παραδίνω στις φλόγες»
μτφ. καίω, πυρπολώ
β) «αναγωγική φλόγα»
χημ. η φλόγα που σχηματίζεται με περίσσεια καυσίμου, λ.χ. σε έναν καυστήρα, και είναι ικανή να ευνοήσει μια χημική αναγωγή, όπως λ.χ. την απόσπαση οξυγόνου από ένα οξείδιο μετάλλου
αρχ.
1. έντονη ηλιακή θερμότητα
2. φωτιά
3. λάμψη την οποία εκπέμπει μια στίλβουσα επιφάνεια, όπως λ.χ. ένας πολύτιμος λίθος ή ένα ξίφος
4. πυρετός
5. (για το κρασί) θερμαντική ιδιότητα
6. είδος φυτού, πιθ. είδος βιολέτας
7. στον πληθ. αἱ φλόγες
τα μετέωρα
8. μτφ. (στην ποίηση) ορμητικός πολεμιστής («οἱ δ' ὡς Ἰδομενῆα ἵδον φλογὶ εἴκελον ἀλκήν», Ομ.ίλ.)
9. φρ. α) «φλὸξ κεραυνία» — ο κεραυνός (Αισχύλ.)
β) «φλὸξ οὐρανία» — αστραπή, αστροπελέκι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ριζικό όν. σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα φλογ- τού ρ. φλέγω* (πρβλ. κρόκα, αιτ. εν. ενός *κροξ < κρέκω, βλ. κρόκη, ὄψ* [Ι]: ἔπος, εἰπεῖν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φλόγα — η 1. γλώσσα φωτιάς που ακτινοβολεί φως και θερμότητα: Τα ξύλα στο τζάκι βγάζουν φλόγα. 2. το κατακόκκινο χρώμα, η κοκκινάδα: Ντράπηκε και τα μάγουλά της πήραν φλόγα. 3. μτφ. (για ψυχικά φαινόμενα), έξαψη, θέρμη, ορμή, παραφορά: Η φλόγα του έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλόγα — φλόξ flame fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόγ' — φλόγα , φλόξ flame fem acc sg φλόγε , φλόξ flame fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύση — Αντίδραση οξείδωσης, η οποία συντελείται γενικά στις ουσίες που περιέχουν άνθρακα και υδρογόνο. Στον ευρύτερο ορισμό της, η κ. περιλαμβάνει γρήγορες εξώθερμες χημικές αντιδράσεις σωμάτων που βρίσκονται στην αέρια φάση, χωρίς να εξαιρείται η… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • пламы — ПЛАМ|Ы (164), ЕНЕ с. 1.Пламя, огонь: ѡ||баче къ нѥмѹ не приближитес˫а да не пожьжеть вы пламень дьржѧ въ ѹстѣхъ. (φλόγα) ЖФСт к. XII, 134–135; пламень великъ зѣло. ѿ вьрьха цр҃квьнааго ишьдъ… прѣиде на дрѹгыи хълъмъ. ЖФП XII, 56а; ини же видѧхѹ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ασετιλίνη — Αέριο με χαρακτηριστικά δυσάρεστη οσμή, που παράγεται όταν στο κοινό ανθρακασβέστιο επιδράσει νερό. Η αντίδραση είναιπολύ ζωηρή ακόμα και στη συνηθισμένη θερμοκρασία. Η α. είναι εύφλεκτη και εκρηκτική και δίνει μια φλόγα πλούσια σε καπνό. Παρά τα …   Dictionary of Greek

  • σ, συγκόλλησης — Συσκευή συγκόλλησης που αποτελείται από μεταλλικό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε ράμφος, που συνδέεται με δύο εύκαμπτους αγωγούς, οι οποίοι διατρέχονται ένας από οξυγόνο και ο άλλος από το καύσιμο που τροφοδοτεί τη φλόγα. Ανάλογα με το καύσιμο που …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”